Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

το μέτωπο

См. также в других словарях:

  • μέτωπο — (Ανατ.). Το μεταξύ των δύο κροτάφων, του τριχωτού της κεφαλής και των φρυδιών ανώτερο μέρος του προσώπου του ανθρώπου, καθώς και το πάνω εμπρός μέρος της κεφαλής των ζώων. μετωπιαίο οστό. Οστό, στο πρόσθιο μέρος του κρανίου, που σχηματίζει το… …   Dictionary of Greek

  • μέτωπο — το 1. μέρος του προσώπου ανάμεσα στο τριχωτό της κεφαλής, τους κροτάφους και τα φρύδια: Έχει στενό μέτωπο. 2. η πρόσοψη κτιρίου, οικοπέδου κτλ., η φάτσα: Το σπίτι είχε μέτωπο στην πλατεία. 3. η πρώτη γραμμή στρατιωτικών επιχειρήσεων σε καιρό… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μέτωπο κύματος — Η φανταστική επιφάνεια ενός κύματος, που ορίζεται από τον γεωμετρικό τόπο όλων των σημείων, τα οποία πάλλονται στην ίδια σταθερή φάση. Με άλλα λόγια, σε κάθε χρονική στιγμή, όλα τα σημεία που ανήκουν στο μ.κ. βρίσκονται στο ίδιο μέρος του κύκλου… …   Dictionary of Greek

  • Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο — Ελληνική αντιστασιακή οργάνωση, που έδρασε στα χρόνια της γερμανικής Κατοχής, κατά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Βλ. λ. ΕΑΜ …   Dictionary of Greek

  • Λαϊκό Μέτωπο — Έτσι ονομάστηκαν, μετά το 1934, οι πολιτικοί συνασπισμοί που σχηματίστηκαν σε μερικές ευρωπαϊκές χώρες με τη συμμαχία των κινημάτων και των πολιτικών κομμάτων της Αριστεράς. Ελατήρια πολιτικής τακτικής οδήγησαν στον παραμερισμό των σημαντικών… …   Dictionary of Greek

  • Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… …   Dictionary of Greek

  • Ερυθραία — Επίσημη ονομασία: Κράτος της Ευθραίας Έκταση: 121.144 τ. χλμ Πληθυσμός: 4.298.269 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ασμάρα (395.000 κάτ. το 2001)Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Αιθιοπία και το Τζιμπουτί (ΝΑ), ενώ στα… …   Dictionary of Greek

  • Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον …   Dictionary of Greek

  • Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Ζιμπάμπουε — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ζιμπάμπουε Παλαιότερη ονομασία: Ροδεσία Έκταση: 390.759 τ. χλμ Πληθυσμός: 11.376.676 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Χαράρε (1.864.000 κάτ. το 2002)Κράτος της νοτιοκεντρικής Αφρικής. Συνορεύει στα Α και στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»